- σποδιά
- σποδιά, ἡ, der Aschenhaufen, die Asche
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σποδιά — σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc/acc dual σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποδιάς bullace fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιᾷ — σποδιά heap of ashes fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιά — και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α 1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.) 2. στάχτη από την καύση νεκρού 3. σκουριά μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. ιά (πρβλ. στρατ ιά)] … Dictionary of Greek
σποδιά — η ζεστή στάχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σποδιάν — σποδιά̱ν , σποδιά heap of ashes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιάς — σποδιά̱ς , σποδιά heap of ashes fem acc pl σποδιάς bullace fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιαῖς — σποδιά heap of ashes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιᾶς — σποδιά heap of ashes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιῇσι — σποδιά heap of ashes fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιή — σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιήν — σποδιά heap of ashes fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)